υποτυπώνω

υποτυπώνω
ὑποτυπῶ, -όω, ΝΜΑ [ὑπότυπος]
σχεδιάζω κάτι σε γενικές γραμμές, σκιαγραφώ (α «υποτυπώνω πρόχειρο σχέδιο τής οικοδομής» — β «τὴν συγγραφὴν ὑποτυπώσασθαι καὶ γράψαι», πάπ.
γ. «ταῡτα ὑπετυπώθη κεφαλαιωδῶς», Πολ.)
μσν.
σχηματίζω μια ιδέα, φαντάζομαι || (μσν.-αρχ.)
1. παριστάνω, απεικονίζω («ῥῑνας στέρνα τε καὶ ὤμους ὑποτυπωσάμενος τέχνῃ τῇ πλαστικῇ», Ευσ.)
2. συμβολίζω («τὸ δειλὸν τῶν τρυγόνων τὴν πρὸς τὰς ἁμαρτίας εὐλάβειαν ὑποτυποῡται», Κλήμ. Αλ.)
3. παρουσιάζω με λέξεις, συνθέτω («... τὴν αὐτὴν ἀναγεγραφέναι ὑποτετυπωμένην πρὸς τὸ δεῑν οὕτω προσεύχεσθαι προσευχήν», Ωριγ.)·|| αρχ.
1. προδιαθέτω κάποιον σε κάτι
2. ιατρ. συνιστώ, δίνω ως συνταγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποτυπώνω — υποτύπωσα, υποτυπώθηκα, υποτυπωμένος 1. διαμορφώνω κάτι με ατελή τρόπο. 2. σχεδιάζω κάτι σε γενικές γραμμές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποτυπώ — όω, ΜΑ βλ. υποτυπώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”